- τσιγκοτυπία
- η, Νη τσιγκογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + -τυπία (< -τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο-τυπία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγκοτυπία — η τσιγκογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγκογραφία — η μέθοδος κατασκευής πλακών από ψευδάργυρο (κλισέ), που χρησιμοποιούνται στην τυπογραφία για αποτύπωση εικόνων, η τσιγκοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)